Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό όταν ταινίες με πολύ μικρός κόστος παραγωγής καταφέρνουν, όχι απλά να κάνουν μια τεράστια εισπρακτική επιτυχία αλλά καταφέρνουν να γίνουν γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο και η φήμη τους να τις ακολουθεί ακόμα και με το πέρασμα των δεκαετιών σαν να ήταν σύγχρονες. Μια τέτοια ταινία είναι και το “Saturday Night Fever” που στις 14 Δεκεμβριου του 1977 κάνει πρεμιέρα στους κινηματογραφους της Αμερικής. Η ταινία εκείνη μέσω της οποίας, αναδείχτηκε στο τέλος των 70’s ο Travolta, η μουσική και ο χορός της Disco αλλά και η κουλτούρα και η αντίληψη η οποία συνόδευε τους υποστηρικτές της καθώς και τους πολέμιούς της. Μπορεί η ταινία να μην είναι το “Επαναστάτης Χωρίς Αιτία” όμως αν τη συγκρίνουμε με το “Grease”, σαφέστατα έχει πιο επαναστατικό και προκλητικό ύφος.Ήταν λοιπόν ο παραγωγός Robert Stigwood που αποφάσισε πρώτος να πάρει το ρίσκο με το να δημιουργήσει για την μεγάλη οθόνη μια ταινία η οποία θα αναδείκνυε ένα περιθωριακό είδος μουσικής, χορού, διασκέδασης κι έκφρασης, το οποίο κυρίως και μέχρι τα μέσα του ’70 ακολουθούσαν οι αφροαμερικανοί και οι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι και ήταν εκείνοι που σύχναζαν στις ντισκοτέκ. Ο Stigwood δεν φοβήθηκε μπροστά στις πιθανές αντιδράσεις θέλοντας με τον δικό του τρόπο να αποτυπώσει στο κινηματογραφικό πανί τον τρόπο ψυχαγωγίας της νεολαίας της εποχής, η οποία περνούσε σε ένα νέο στάδιο. Ο 19χρονος Tony Μanero ζει για το σαββατοκύριακο όπου είναι ο βασιλιάς της Disco που παρά τις επιδέξιες χορευτικές του κινήσεις , μακριά από την πίστα η ζωή του είναι ανιαρή και δύσκολη.Μόνο όταν αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει την Stephanie στον χορό, αλλάζουν τα πράγματα αλλά κι αυτό δεν μπορεί να αποτρέψει την τραγική διάσταση των ζωών τους. Ο John Travolta αναδείχτηκε μέσα σε μια νύχτα σε κορυφαίο star χάρη στην ταινία αυτή, σε συνδυασμό πάντα με το πακέτο που είχε να προσφέρει.
Αναμφίβολα η μουσική των Bee Gees χαρακτήρισε την ταινία, όσο χαρακτήρισε το άσπρο κοστούμι και το περίεργο, σήμερα πάντα, μαλλί τον Travolta. Όλοι μας έχουμε λικνιστεί στις άκρως χορευτικές μελωδίες τους, πολύ περισσότερο εκείνοι που είχαν την χαρά να προλάβουν ζωντανές ακόμα τις ντισκοτέκ, έστω και αν η εποχή πλησίαζε την κόντρα με τα ροκάδικα. Το γεγονός ότι ο εν λόγω δίσκος ανέβηκε στο νούμερο ένα των charts και δεν έλεγε να πέσει και είναι μέχρι και σήμερα το πιο εμπορικό soundtrack όλων των εποχών, αποδεικνύει την διαχρονικότητά του αλλά και την αντοχή του, έστω και αν η Disco δεν είναι της εποχής ωστόσο, δεν παύει ποτέ να είναι μόδα με τον τρόπο της.