Music Stories

Space Oddity

July 30, 2019
Post Image

Το διάστημα μεταξύ των δύο πρώτων άλμπουμ του David Bowie είναι γεμάτο από έναν οργασμό καλλιτεχνικών και όχι μόνο δραστηριοτήτων –απόπαντομίμα και ταινίες, μέχρι διαλογισμό και σχέσεις με χορεύτριες. Αλλά ήταν αρκετό ένα δίωρο στον κινηματογράφο για να τον εκτοξεύσει στο Έβερεστ της δημιουργικότητάς του: η Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ τον ενέπνευσε στο γράψιμο του πρώτου του αριστουργήματος.

Το “Space Oddity” παρασάγγας απέχει από οτιδήποτε είχε κάνει ως τότε, και σήμερα ακόμα ακούγεται τέλειο, με ζηλευτή αισθητική αυτονομία, και σαν να μας γνέφει από το μέλλον. Παρότι το τραγούδι συνέπεσε χρονικά με την προσσελήνωση του Apollo, η ζοφερή κατάληξη του αστροναύτη που χάνει επαφή με τη Γη σε ένα ανέλπιδο ταξίδι εξασφάλιζε (τουλάχιστον στην Αμερική) την εμπορική του αποτυχία, εν μέσω κλίματος ευφορίας μετά το επιτυχημένο εγχείρημα της ΝΑSA. Όμως η ουσία του “Space Oddity” βρίσκεται αλλού (πέραν της καλλιτεχνικής του αρτιότητας): ο Major Tom είναι ο ίδιος ο Bowie (ένας alien σε όλη τη διάρκεια της ζωής του), που θα επανεμφανιστεί ως «junkie» στο “Ashes Το Ashes” μια δεκαετία αργότερα και –μακάβρια πλέον– στο κύκνειο άσμα του καλλιτέχνη, ως συμβολισμός του φυσικού του θανάτου το 2016.

Δεν είναι δίκαιο να συγκρίνει κανείς το υπόλοιπο άλμπουμ με αυτήν την κορύφωση. Και πάλι όμως, όπως και στον πρώτο δίσκο του 1967, είναι δύσκολο να μη διακρίνεις ότι ο Bowie θέλει ένα κλικ ακόμα για να γίνει ο μέγας Bowie. Στον μουσικό τομέα υπάρχει μια μετατόπιση προς τη μπαλάντα, την ψυχεδέλεια, το prog, και την ακουστική χίπικη folk που προηγήθηκε του 1969, αν και στο 10λεπτο “Cygnet Committee” (ένα από τα καλύτερα υπόλοιπα tracks) ο Bowie επιχειρεί να απομυθοποιήσει τις αξίες της αντικουλτούρας που έκαναν τους επιπόλαιους αναζητητές να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης (το παράδειγμα των Beatles με τον γκουρού ήταν πρόσφατο), ουσιαστικά αποστασιοποιούμενος από τις χίπικες αξίες. Μέσα στο progressive rock κλίμα του 1969, το εν λόγω τραγούδι είναι ό,τι πιο συγγενικό έκανε στον συγκεκριμένο τομέα: μία αναζήτηση στιλ μέσω διαρκών εναλλαγών της φόρμας. Το μήνυμα που είχε στείλει ο Bob Dylan μερικά χρόνια πριν με το «μην ακολουθείτε ηγέτες», ο Bowie το επεκτείνει και στους εναλλακτικούς ηγέτες, έχοντας στην αφήγησή του ίχνη από Dylan, παρά τη λονδρέζικη προφορά του.

Το επίσης μεγάλης διάρκειας “Memory Of A Free Festival” είναι άλλη μια εξέχουσα στιγμή του άλμπουμ. Όπως μαρτυρεί ο τίτλος του, καταγράφει υπέροχες αναμνήσεις ενός φεστιβάλ στο οποίο είχε συμμετάσχει λίγες μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Τον ακούμε επίσης να αφηγείται επαφές με κατοίκους της Αφροδίτης και με ΑΤΙΑ και να νοσταλγεί τη στιγμή: «Μακάρι να κρατούσα μια σταγόνα από την έκσταση που κατέκλυσε εκείνο το απόγευμα…», με το  track να τελειώνει σαν αντίγραφο του “Hey Jude”. Από τα υπόλοιπα, δύο αναφέρονται στη σχέση του με την Hermione Farthingale(“Letter To Hermione” και “An Occasional Dream”), το “Unwashed” είναι μια σουρεαλιστική καταγραφή της αποξένωσής του από τον κόσμο, το ακουστικό “Janine” η εξομολόγηση ενός κλέφτη ότι κατά βάθος είναι «καλός» και το πομπώδες, οπερατικό “Wild Eyed Boy From Freecloud” η στιγμή της εκτέλεσης ενός παιδιού του βουνού, την οποία αποτρέπει το ίδιο το βουνό που εκδικείται(!).

Κατά τόπους έξοχο, το δεύτερο άλμπουμ του Bowie αφήνει και πάλι κάτι συνθετικά και εκτελεστικά ανεκπλήρωτο, παρά την πλειάδα των session μουσικών. Σημαντικότατη η συμμετοχή του ντράμερ Terry Cox των Pentangle στο “Space Oddity”, στο οποίο, παραδόξως, παραγωγή κάνει όχι ο Tony Visconti (όπως στα υπόλοιπα), αλλά ο Gus Dudgeon, ενώ στο ίδιο track πρέπει να αποδοθούν εύσημα στην ενορχήστρωση του Paul Buckmaster.

Μισό αιώνα ζωής συμπλήρωσε στις 11/7/2019 το πρώτο αριστούργημα του David Bowie, ο οποίος άφησε την παντομίμα και τον διαλογισμό για να αποτυπώσει κάτι από όσα τον ενθουσίασαν βλέποντας την Οδύσσεια του Διαστήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ…

 

Music Stories

Στις 13 Ιουλίου του 1985, η μουσική ένωσε τους ανθρώπους για πάντα

July 13, 2019
Post Image

Το Live Aid ήταν μια ιδέα του Bob Geldof ώστε να μαζευτούν χρήματα τα οποία θα στέλνονταν ως βοήθεια στην Αιθιοπία, για την αντιμετώπιση της ξηρασίας και της πείνας. Η οργάνωση της μεγαλειώδους συναυλίας, ακολούθησε την κυκλοφορία του τραγουδιού «Do they know it’s Christmas?» (υπήρξε και η αμερικανική εκδοχή με τίτλο «We are the world»), το οποίο επίσης εμπνεύστηκε ο Geldof μαζί με τον συνεργάτη του Midge Ure.

Τον Οκτώβριο του 1984, κυκλοφόρησαν φωτογραφίες με αποκρουστικές εικόνες με εκατομμύρια ανθρώπους να πεθαίνουν κυριολεκτικά από τη πείνα στην Αιθιοπία. Ο Geldof ευαισθητοποιήθηκε αμέσως και μαζί με τον Ure έγραψαν το τραγούδι, που έγινε No1 τα επόμενα Χριστούγεννα. Η ιδέα για μια συναυλία που θα έστελνε ακόμα περισσότερη βοήθεια ήρθε από τον Boy George, τον τραγουδιστή των Culture Club.

Στο τέλος της τελευταίας συναυλίας του συγκροτήματος στο Wembley, αρκετοί καλλιτέχνες που συμμετείχαν μαζί με τον Boy George στην ηχογράφηση του «Do they know it’s Christmas?», ανέβηκαν στην σκηνή και έκλεισαν με αυτό το τραγούδι την συναυλία. Αμέσως μετά, ο Boy George είπε στον Geldof ότι θα έπρεπε να διοργανώσουν μια μεγάλη συναυλία. Ο Geldof μάλλον το είχε σκεφτεί. Γιατί αμέσως σκέφτηκε η συναυλία να είναι διπλή και σχεδόν παράλληλη. Όχι μόνο σε ένα σημείο του πλανήτη.

Το concept ονομάστηκε Live Aid και μεγάλωνε συνεχώς, αφού υπήρχαν συνεχώς καινούργιες συμμετοχές και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Το Wembley θα φιλοξενούσε αρχικά τα συγκροτήματα και πριν τελειώσει, η συναυλία θα συνεχιζόταν στο John F. Kennedy Stadium της Φιλαδέλφεια. Στις 13 Ιουλίου τα πάντα ήταν έτοιμα για μια συναυλία που άλλαξε την ιστορία και τον ρόλο της μουσικής.

Πολλοί το είπαν ουτοπικό, κάποιοι άλλοι θεώρησαν πως ήταν μια επίδειξη ή μια συνειδησιακή εισβολή στα μυαλά του κόσμου. Μπορεί να ήταν όλα αυτά ή και τίποτα από αυτά. Το σίγουρο ήταν πως πρόκειται για την μεγαλύτερη ροκ συναυλία όλων των εποχών, που συγκέντρωσε σχεδόν όλα τα μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής και πέτυχε κάτι. Τι; Συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή. Γιατί το Live Aid, το παρακολούθησαν 1,5 δισεκατομμύριο κόσμος, δηλαδή περίπου το 95% των τηλεθεατών του πλανήτη.

Το sold out έγινε πολύ σύντομα στην Μεγάλη Βρετανία ενώ στις ΗΠΑ αν και καθυστέρησε λίγο, το γήπεδο ήταν κατάμεστο. Πρώτοι στην σκηνή στο Wembley βγήκαν οι Status Quo τραγουδώντας το «Rockin’ all over the world». Ακολούθησαν πολλοί γνωστή καλλιτέχνες όπως ο Phil Collins, η Joan Baez, ο Elvis Costello, οι Black Sabbath, o Sting, οι Judas Priest, ο Bryan ferry και άλλοι. Την στιγμή που ο Bryan Adams έβγαινε στην σκηνή στην Φιλαδέλφεια, οι U2 τραγουδούσαν στο Λονδίνο το «Sunday Bloody Sunday».

Ακολούθησαν ακόμα περισσότεροι, όπως η Madonna, ο David Bowie, o Elton John, o Eric Clapton, οι Santana κ.α. με τον Paul McCartney, τον David Bowie, τον Pete Townsend, την Allison Moyet και τον bob Geldof να κλείνουν την συναυλία στο Wembley, ενώ την αντίστοιχή στην Φιλαδέλφεια έκλεισαν οι Bob Dylan, Keith Richards και Ron Wood.

Η πιο αλησμόνητη πάντως εμφάνιση ήταν αυτή των Queen με τον frontman Freddie Mercury να έχει πάρει εντολή από τον γιατρό να μην καταπονήσει την φωνή του. Αλλά δεν γινόταν. Γιατί η επικοινωνία του με το κοινό ήταν τέτοια, που έγραψε μια από τις πιο ιστορικές στιγμές της μουσικής. Η συγκεκριμένη εμφάνιση ψηφίστηκε από 60 καλλιτέχνες, δημοσιογράφους και άλλους ανθρώπους της μουσικής βιομηχανίας, ως η καλύτερη ζωντανή εμφάνιση στην ιστορία της ροκ μουσικής.

 

Τo Band Aid Τrust, ο οργανισμός που ιδρύθηκε το Ιανουάριο του 1985, από τον Bob Geldof και υπάρχει μέχρι σήμερα, προσπαθεί να προσφέρει ανακούφιση στην πολύπαθη ήπειρο. Ο ίδιος ο Geldof είχε τότε πει πως το Live Aid δεν θα έπρεπε να ξαναπαιχτεί γιατί ήταν μια μοναδική στιγμή. Οι παραγωγοί της Αμερικής μάλιστα έσβησαν το υλικό! Ευτυχώς, το MTV, το είχε κρατήσει γιατί μετά από χρόνια ο Geldof είπε πως το Live Aid μπορεί να αποδειχθεί πιο δυνατό ως ανάμνηση. Και έχει δίκιο.

20 χρόνια μετά, μια παρόμοια συναυλία με τίτλο Live 8 στις χώρες του G8 και στην Νότια Αφρική (Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Ρώμη, Φιλαδέλφεια, Οντάριο, Τσίμπα, Μόσχα, Κορνουάλη, Εδιμβούργο, Γιοχάνεσμπούργκ), με συμμετοχή μεγάλων ονομάτων, έγινε στα πρότυπα του Live Aid. Εκείνη η συναυλία, του 1985, άλλαξε τον τρόπο οργάνωσης των μουσικών δρώμενων και έδωσε στην μουσική ένα επιπλέον νόημα. Γιατί οι άνθρωποι ενώθηκαν μέσω της μουσικής για πρώτη φορά μετά από χρόνια, για ένα ανώτερο σκοπό. Να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους που ταλαιπωρούνταν πολύ περισσότερο από τους ίδιους. Και έτσι κι έγινε…

Music Stories

Music for the Jilted Generation: H απάντηση στη διαφθορά της rave σκηνής στη Μεγάλη Βρετανία!

July 8, 2019
Post Image

Το Music for the Jilted Generation είναι ο δεύτερος δίσκος των Prodigy. Κυκλοφόρησε από την δισκογραφική εταιρία XL Recordings τον Ιούλιο του 1994. Επανακυκλοφόρησε το 2008, με τον τίτλο More Music for the Jilted Generation, περιλαμβάνοντας remastered και bonus τραγούδια. Όπως και στον προηγούμενο δίσκο τους Experience ο μόνος από τα μέλη του γκρουπ που συμμετέχει στο άλμπουμ, πέρα από τον Liam Howlett είναι ο Maxim Reality.Το συγκεκριμένο άλμπουμ, ήταν σε ένα μεγάλο βαθμό μια απάντηση στη διαφθορά της RAVE σκηνής στη Μεγάλη Βρετανία αλλά επίσης απάντηση στο Νόμο Ποινικής Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης του 1994. Ο νόμος αυτός ποινικοποίησε τη rave μουσική και μέρη της rave κουλτούρας. Ως απάντηση σε αυτό, το τραγούδι “Their law” ξεκινούσε με λόγια ως εισαγωγή, ενώ συνέχιζε με τον υβριστικό στίχο “Fuck ’em and their law”. Πολλά χρόνια αργότερα, αφού η διαμάχη τελείωσε, ο Liam Howlett κορόιδεψε τον τίτλο του άλμπουμ, τον οποίο αποκάλεσε χαζo και ισχυρίστηκε ότι το άλμπουμ ποτέ δεν είχε πολιτική τοποθέτηση αρχικά.

Πολλά από τα samples που χρησιμοποιήθηκαν για τον δίσκο είναι ηχητικά κλιπ εμπνευσμένα, ή και παρμένα, από ταινίες. Το κομμάτι “Intro” έχει ένα sample που μοιάζει να ανήκει στην ταινία The Lawnmower Man (1992). Το “Their law” έχει sample του τραγουδιού Smokey and the Bandit, soundtrack της ομώνυμης ταινίας (1977). Το “Full throttle” έχει ένα ανεστραμμένο sample από την ταινία Star Wars (1977). Το “The heat (The energy)” έχει sample από την ταινία Poltergeist III. Ο στίχος του “No good”, είναι παρμένος από το τραγούδι του 1987, “No good”, της Kelly Charles. Στο “Claustrophobic sting”, μια φωνή ψιθυρίζει “My mind is glowing”, λόγια παρόμοια με αυτά του HAL 9000 “My mind is going”, από την ταινία 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (1968). Το “The narcotic suite”, περιλαμβάνει μέρη με φλάουτο τα οποία παίζει ο Phil Bent. Αρχικά, ο Liam Howlett πρότεινε στον Ian Anderson των Jethro Tull να παίξει, ή να του δώσει την άδεια να χρησιμοποιήσει sample φλάουτου ενός κομματιού του. Αυτό δεν συνέβη, γιατί σύμφωνα με τον Ian, το γράμμα έφτασε στα χέρια του μετά την κυκλοφορία του δίσκου..

Music Stories

Syd Barrett: ‘Οταν το τρελό διαμάντι των Pink Floyd έπαψε να λάμπει

July 7, 2019
Post Image

1965. Ένας γοητευτικός και ταλαντούχος νέος της καλών τεχνών γνωρίζει έναν σπουδαστή Αρχιτεκτονικής, τον Roger Waters. H αγάπη τους για την μουσική δημιουργεί την ιδέα για ένα συγκρότημα. Μαζί με τους έτερους αρχιτέκτονες και φίλους του Roger, τους Nick Mason στα ντραμς και Richard Wright στα πλήκτρα, οι τρεις τους είχαν ήδη κάνει κάποια δειλά βήματα και αυτοσχεδίαζαν χωρίς όμως να γεννηθεί τίποτα ιδιαίτερο. Ο μυστήριος και πνευματώδης κιθαρίστας και τραγουδιστής, εισχωρεί στην παρέα τους και δημιουργείται το συγκρότημα. Από την πρώτη στιγμή με φυσικό τρόπο αναλαμβάνει την θέση του ηγέτη της μπάντας καθώς έγινε αμέσως ευδιάκριτο το μουσικό του χάρισμα στη σύνθεση, που δεν είχαν οι άλλοι τρεις. Η στιγμή που όρισε την ανάληψη των ηνίων ήταν όταν ονόμασε το συγκρότημα. Εμπνευσμένος από δύο αγαπημένους του Αμερικάνους μουσικούς της μπλουζ, τους Pinkey Anderson & Floyd Council…

Ο νεαρός ζωγράφος παίρνει από το χέρι τους τρεις αρχιτέκτονες δείχνοντας τους τον δρόμο προς το… δημιουργικό σχέδιο. Βάζοντας στο μείγμα τις επιρροές του από την surf rock, την jazz και την ψυχεδελική rock που τότε ήταν το πιο πρόσφατο και καυτό trend. Το όραμα του Syd Barrett για εκτεταμένα ορχηστρικά παιξίματα, μεταξύ των διασκευών που παίζανε, εξελίχθηκε σε έναν ψυχεδελικό ήχο, επηρεασμένο στη δομή του από την φιλοσοφία της jazz που τους καθιέρωσε ως το πρώτο όνομα στο φημισμένο ‘’UFO Club’’ του Λονδίνου και της underground ψυχεδελικής σκηνής. Aυτό που ως φυσική εξέλιξη είχε μείνει, ήταν η σύνθεση και ηχογράφηση δικών τους κομματιών…

ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ ΞΕΚΙΝΑ

“Arnold Layne” ονομαζόταν το πρώτο single, αλλά και ο τολμηρός cross-dresser -εν δυνάμει τραβεστί- το 1967(!!!) παρακαλώ, που έκλεβε εσώρουχα από μπαλκόνια και πρωταγωνιστούσε στην πρώτη του συνθετική στιγμή δόξας. Καθώς κανένα από τα υπόλοιπα μέλη δεν είχε εξελίξει ακόμα συνθετικές ικανότητες…
«Λάτρευα την δουλειά του υπήρξε έμπνευση για την στιχουργικότητα μου, ο Syd είχε μια φύση που ήταν αλλού και αυτό με ιντρίγκαρε πολύ».
David Bowie 
Μετά από ένα trip χάριν στο LSD, ο Barret ισχυρίζεται πως είδε ένα κορίτσι να παίζει ανέμελα στην εξοχή, αυτή ήταν η Emily που μεταφέρθηκε στο δεύτερο σινγκλ της μπάντας και την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία “See Emily Play”. Ένα τρίλεπτο αριστούργημα με pop δομή και ευχάριστη μελωδία που κατάφερε να χωρέσει τα πρώτα ψυχεδελικά στοιχεία, τα οποία μετέπειτα όρισαν το πρώτο δίσκο τους. Για την slide τεχνική στην κιθάρα που παρήγαγε αυτόν τον ήχο σαν κλάμα γλάρου στο σόλο, ο Barrett χρησιμοποίησε αναπτήρα zippo, ιδιοφυές το λιγότερο. Το κομμάτι αυτό φανέρωσε τα στίγματα που οδήγησαν στο…
TO ΙΕΡΟ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΕΔΕΛΙΚΗΣ ΡΟΚ

Αργότερα, στο 1967, στην πιο παραγωγική του περίοδο -παρέα με τα παραισθησιογόνα- δημιουργεί σχεδόν εξολοκλήρου τον πρώτο δίσκο των Pink Floyd, “Piper at the Gates of Dawn”. Ηχογραφήθηκε στα στούντιο του Abbey Road, στη διπλανή πόρτα ταυτόχρονα με τους Beatles, που ηχογραφούσαν το αριστούργημα τους ‘’Sgt Pepper’s Lonely Hearts Club Band’’. Με τον McCartney να ρίχνει κλεφτές ματιές…

Ο δίσκος δεν έχει την παραμικρή σύνδεση με τα μετέπειτα δημοφιλή έργα του συγκροτήματος. Αποτελεί ένα ψυχεδελικό ταξίδι συνθετικών υπερβάσεων που διαλύει και παραβαίνει εμφατικά τους κανόνες των συμβατικών συνθέσεων στην δημοφιλής μουσική. Μια διοπτρική ματιά στον υπέροχο σουρεαλιστικό πνευματικό κόσμο του Barrett, έναν κόσμο παιδικής αθωότητας και περιέργειας από όπου και αντλείται η προσωπικότητά του. Εμπνευσμένος από τις μεγάλες του συγγραφικές αγάπες Tolkien και αδέρφια Grimm, με διαγωγό της δημιουργικότητας του το LSD, πειραματίζεται με εξωγενή στοιχεία πέρα των οργάνων για ενίσχυση των ήχων και της ατμόσφαιρας. Προβαίνει σε άκρως πρωτοποριακές για την εποχή τεχνικές ηχογραφήσεις, με τον Roger Waters από δίπλα να… κρατάει σημειώσεις. Η πολυχρωμία του καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικών επιρροών, όπως jazz, surf rock, psychedelic, pop και φυσικά rock. Το μουσικό όραμα του Syd Barrett, που ιδανικά ακούγεται ολόκληρο, δημιουργεί την πλέον ξεχωριστή εμπειρία στον ανυποψίαστο ακροατή και σήμερα, 50 χρόνια μετά, το άκουσμα δεν έχει χάσει ούτε στάλα από την φρεσκάδα που είχε και τότε. Θεωρείται πλέον κειμήλιο της εποχής και ακρογωνιαίος λίθος της ψυχεδελικής rock.
«Πάμε να δούμε αυτό τον τύπο των Pink Floyd με την κιθάρα;»
Pete Townshend, κιθαρίστας των The Who, απευθυνόμενος στον Eric Clapton.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΥΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας που συνόδεψε την κυκλοφορία του δίσκου, η συμπεριφορά του Barrett άρχισε να αλλάζει και να γίνεται παράξενη. Ο εθισμός του στα ναρκωτικά είχε φτάσει στα όρια και οι συνέπειες από την υπερβολή του στην χρήση LSD ήταν καταστροφικές για την πνευματική του σταθερότητα. Το συγκρότημα δεν μπορούσε να τον αντέξει άλλο, κυρίως την ασυνέπειά του στις συναυλίες. Έτσι αποφάσισαν να επιστρατεύσουν έναν φίλο του Syd, τον David Gilmour, ως πέμπτο μέλος και δεύτερο κιθαρίστα, ώστε να καλύπτει εκείνον. Το 5μελές σχήμα και η ιδέα αυτή κράτησε ελάχιστα, ώσπου μια ημέρα πριν από επικείμενη συναυλία, τα μέλη της μπάντας απλώς αποφάσισαν να μην πάρουν τον Barret μαζί τους και μοιραία να τον αποπέμψουν εις το πυρ το εξώτερον. Οι λόγοι δεν ήταν μόνο η πνευματική κατάρρευση του Syd…

Η δισκογραφική εταιρεία υπό τoν μανδύα που λέγεται managers είχε περικυκλώσει το συγκρότημα με ασφυκτική πίεση για άλλο ένα σινγκλ-επιτυχία. Όπως είναι αντιληπτό, το βάρος έπεσε στον Syd. Όπως είχε πει «διάφοροι άρχισαν να με περιτριγυρίζουν μετά τον δίσκο» και δεν το άντεχε αυτό η πραγματικά ευαίσθητη και ευάλωτη προσωπικότητά του. Το ποιόν και ο χαρακτήρας του μπορεί να παρομοιαστεί και με τον ήρωα Peter Pan. Εκ φυσικού του ένας εξωστρεφής και χαρούμενος άνθρωπος, που ήθελε απλά «να χοροπηδάει πάνω κάτω με την κιθάρα του όλη μέρα», διακατεχόταν από μια άκρως γοητευτική για όλους όσους βρίσκονταν γύρω του παιδικότητα. Το γεγονός που τον επηρέασε περισσότερο στο να γίνει εσωστρεφής, παράξενος και μέρα με τη μέρα πιο εθισμένος στα ναρκωτικά, ήταν η πίεση.

Από τα underground κλαμπ του Λονδίνου βρέθηκε στην μέση ενός στημένου πανηγυριού από την αδηφάγα μουσική βιομηχανία που ήθελε να τον κάνει ποπ σταρ και εμπορικό προϊόν κερδοσκοπίας. Ο ρομαντικός Syd δεν μπορούσε να διαχειριστεί την πιεστική ανάσα στο σβέρκο του, δεν τον ένοιαζε και δεν κατανοούσε την έννοια celebrity. Ναι μεν υπήρξε από τα πρώτα θύματα των παραισθησιογόνων μαζί με τους Brian Wilson και Brian Jones στη μουσική, όμως από την άλλη, πολλά χρόνια πριν τον Kurt Cobain, ο «Πίτερ Παν» της ροκ μουσικής ήταν το πρώτο θύμα του ψυχολογικού βιασμού και πολέμου που δέχονται οι μουσικοί από την βιομηχανία του θεάματος. Η ίδια βιομηχανία που παρακαλάει για νέα ταλέντα, στέρησε από τον χώρο της το πιο λαμπρό διαμάντι της εποχής…

Ήταν Ιούνιος του 1975, όταν τα μέλη των Pink Floyd βρίσκονταν στα ιστορικά στούντιο ‘’Abbey Road’’ για τις ηχογραφήσεις του album “Wish You Were Here”. Για εκείνον το δίσκο, το πέπλο της πίεσης ήταν βαρύτερο από ποτέ, καθώς η τελευταία τους δουλειά το ‘’Dark Side Of The Moon’’ ξεπέρασε τα πιο τρέλα τους όνειρα με τέτοια επιτυχία που τους μετέτρεψε εν μία νυκτί σε παγκόσμιους rock stars. Έτσι λοιπόν, για να παραμείνουν τέτοιοι και να ικανοποιήσουν και τις δικές τους φιλοδοξίες, έπρεπε να δημιουργήσουν κάτι ανάλογο, αν όχι σπουδαιότερο.

Ο πλέον στιχουργικός ηγέτης της μπάντας Roger Waters όπως και στους υπόλοιπους δίσκους παίρνει τα εύσημα για την θεματική ιδέα και στόχευση του δίσκου. Εδώ αποφασίζει η κεντρική ιδέα του άλμπουμ να είναι γύρω από την ‘’απώλεια’’ με πινελιές τα ‘’Have a Cigar’’ και ‘’Welcome to The Machine’’, που εκφράζουν δριμύ κατηγορώ στη μουσική βιομηχανία και την καταπίεση που ασκεί στους μουσικούς. Αμφότερα τα θεματικά επίκεντρα εστιάζουν στην απομόνωση και στην εσωτερική διαφυγή και βασίζονται στον ξεπεσμένο ηγέτη τους Syd Barrett, ένα από τα πρώτα θύματα των παραισθησιογόνων στη μουσική, τον οποίο είχαν αποπέμψει λίγα χρόνια νωρίτερα. Μια προσπάθεια εξιλέωσης για τις ενοχές που, όπως δηλώνει ο drummer Nick Mason, ένιωθαν εξαιτίας της απότομης αποκοπής του Syd από την μπάντα. Είχαν να τον δουν 7 ολόκληρα χρόνια.

Την 5η μέρα του Ιουνίου το συγκρότημα βρίσκεται σε διαδικασία ηχογράφησης και μίξης του επικού “Shine Οn Υou Crazy Diamond”, όταν ένας άγνωστος επισκέπτης κάνει την εμφάνιση του στα άδυτα του Abbey Road και αρχίζει να περιπλανιέται στο στούντιο. Ψηλός με αρκετά περιττά κιλά, δίχως μαλλιά και με ξυρισμένα φρύδια, κρατούσε μια πλαστική σακούλα… Tο κενό του ανέκφραστο βλέμμα γέμισε με απορίες τα μέλη της μπάντας. Κανένας τους δεν ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο τύπος και τι έκανε μέσα στο στούντιο, θεώρησαν πως ήταν απλώς ένας τεχνικός. Ο Richard Wright αγνόησε την παρουσία του, πιστεύοντας πως απλά είναι κάποιος γνωστός του Waters. Μετά από 45 ολόκληρα λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων κανένας να είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία, ο περίεργος άγνωστος πλησίασε το booth μίξης και με μια οδοντόβουρτσα στα χέρια προσπαθούσε να βουρτσίσει τα δόντια του, κρατώντας την σταθερή όσο χοροπήδαγε στεκούμενος. Ο David Gilmour γυρίζει και απευθύνεται στον Nick Mason και τον ρωτάει:

«Τον αναγνωρίζεις;»
Ο Mason κουνάει το κεφάλι αρνητικά και απλά ανασηκώνει τους ώμους του αμήχανα προτού ο Gilmour λύσει την απορία όλων:
«Αυτός είναι, είναι ο Syd»

Tην ίδια στιγμή, ο Richard Wright ξαναμπαίνει στο στούντιο και αντικρίζει τους Waters και Gilmour σε κατάσταση σοκ, πνιγμένους στα δάκρυά τους, μην μπορώντας να τα συγκρατήσουν μπροστά στην θεά της παρακμής και της αγνώριστης εικόνας του πάλαι ποτέ χαρισματικού ηγέτη και παιδικού φίλου τους.
Δεν είχε μείνει τίποτα από εκείνον τον ταλαντούχο και γοητευτικό νέο που το ψυχεδελικό του όραμα λειτούργησε σαν ο σπινθήρας που εκτόξευσε την μπάντα σε τροχιά επιτυχίας δίχως γυρισμό. Τίποτα σχεδόν, παρά ένα κενό χαοτικό βλέμμα από εκείνον τον σπουδαστή Καλών Τεχνών που ηγήθηκε τριών αρχιτεκτόνων, εκείνον τον τρελό ζωγράφο που έδειξε στους ορθολογικούς γραμμικούς σχεδιαστές πώς να είναι πάντα παιδιά, πώς να δημιουργούν, πώς να ζουν, όντας και μάλιστα ο πιο μικρός. Το μόνο που απέμεινε από τον πάλαι ποτέ χαρούμενο συνθέτη, κιθαρίστα, τραγουδιστή και ζωγράφο, ήταν οι αναμνήσεις και το μεγαλύτερο γιατί και το πιο βασανιστικό ”αν” στην ιστορία της rock μουσικής…

Την ίδια ημέρα, μετά τις ηχογραφήσεις, θα λάμβανε χώρα η τελετή γάμου του David Gilmour, ο Syd παραβρέθηκε διακριτικά. Όμως, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας, αποχώρησε πριν την ολοκλήρωση του μυστηρίου. Ήταν η τελευταία φορά που τον αντίκρισαν οι Pink Floyd μέχρι και τον θάνατό του, το 2006.

Ο Nick Mason, λίγα χρόνια μετά το συμβάν, δηλώνει πως: «Όταν σκέφτομαι το περιστατικό, μπορώ ακόμα να δω τα μάτια του, αλλά όλα τα υπόλοιπα ήταν διαφορετικά». O πιανίστας Wright, όντας φίλος, αλλά και μεγάλος θαυμαστής του Barrett, παραδέχεται πως ξέσπασε και εκείνος σε λυγμούς ιδίως στη σκέψη της απίστευτης σύμπτωσης να κάνει την εμφάνιση του απροειδοποίητα, 7 χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου κομματιού. Το “Shine On You Crazy Diamond” είναι μια ωδή στο πνεύμα και την προσωπικότητά του και είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον Syd, σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα λυρισμού που έπιασε ποτέ ο Roger Waters